κοκκινομύτης

κοκκινομύτης
ο
θηλ. και -ού, -ικο
1. που έχει τη μύτη του κόκκινη.
2. το αρσ. ως ουσ., κοκκινομύτης, ο είδος κόρακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρροκόρακας — (pyrrhocorax). Γένος ωδικών πουλιών της Νότιας Ευρώπης και της Ασίας, συγγενικό με τον κόρακα. Ανήκει στους κορακίδες. Οι π. έχουν μαύρο φτέρωμα και κόκκινα πόδια και ζουν στα δάση. Στην Ελλάδα ζουν τα είδη π. ο γνήσιος, που είναι γνωστός κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”